χειροτέρα — χειροτέρᾱ , χειρότερος fem nom/voc/acc dual χειροτέρᾱ , χειρότερος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) χειροτέρᾱ , χερείων mcaner fem nom/voc/acc dual (epic) χειροτέρᾱ , χερείων mcaner fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρότερα — Ν επίρρ. βλ. χειρότερος … Dictionary of Greek
χειρότερα — χειρότερος neut nom/voc/acc pl χερείων mcaner neut nom/voc/acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρότερος — η, ο / χειρότερος, τέρα, ον, ΝΜΑ, και χερότερος Ν, και τ. χερειότερος Α πιο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο δυσάρεστος ή ανεπιθύμητος (α. «ο ένας κακός κι ο άλλος χειρότερος» β. «ὑπ ἀνδράσι χειροτέροισιν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. φρ. α) «τόσο το … Dictionary of Greek
χείρου — και χειρού Ν (επιτατ. επίρρ.) φρ. «χείρου και χειρότερα» ή «χειρού χειρότερα» ακόμη χειρότερα από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού επιρρ. χειρ ότερα σχηματισμένος κατά τα επιρρ. σε ου / ού (πρβλ. περίπ ου, προτ ού)] … Dictionary of Greek
χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… … Dictionary of Greek
Sifu VERSUS — Infobox musical artist 2 Name = Sifu VERSUS Background = solo singer Alias = Bobby Dega Birth name = Nikolaos Domvros Born = Birth date and age|1980|1|29 Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre = Hip hop Years active = 1996–present… … Wikipedia
Dimitris Froxylias — Personal information Full name Dimitris Froxylias Date of birth 28 June 1993 ( … Wikipedia
Кавадиа, Тассо — Тассо Кавадиа Тассо Кавадиа (греч. Τασσώ Καββαδία) (10 января 1921 года, Патри 18 декабря 2010 года, Афины) греческая актриса театра и кино … Википедия
αλλοίος — ἀλλοῖος, α, ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος) 1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός 2. (κατ’ ευφημισμό) αντί τού κακός 3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση 4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά (στον… … Dictionary of Greek
δεινοποίησις — δεινοποίησις, η (AM) [δεινοποιώ] η μεγαλοποίηση τών δυσκολιών, το να παρουσιάζονται τα πράγματα χειρότερα απ ό,τι είναι … Dictionary of Greek